μαυροφορώ


μαυροφορώ
Προφορά

Ετυμολογία
μαυροφορώ μαυροφόρος

Ερμηνεία
ρήμα μαυροφορώ -είς, -εί

✦ φορώ μαύρα, πενθώ
✦ (κ. μτβ.) κάνω κάποιον να φορέσει μαύρα, να πενθήσει

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασπροφορώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.