μαυροτσούκαλο
Προφορά
Ετυμολογία
μαυροτσούκαλο μαύρος + τσουκάλι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαυροτσούκαλο
✦ τσουκάλι μαύρο από την καπνιά
✦ (ειρων. για πρόσ.) ο πολύ μελαχρινός ή πολύ μαυρισμένος στον ήλιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–