μαυρομαντιλούσα


μαυρομαντιλούσα
Προφορά

Ετυμολογία
μαυρομαντιλούσα μαύρος + μαντίλι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαυρομαντιλούσα

✦ γυναίκα που φορεί μαύρο μαντίλι: μαυροντυμένη, μαυρομαντιλούσα και τα μάτια σου αστείρευτα κλαμένα (Αθ. Κυριαζής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.