μαυρολογώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μαυρολογώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μαυρολογώ.mp3Ετυμολογίαμαυρολογώ μαύρος + λέγω Ερμηνεία└ρήμα┘ μαυρολογώ -είς, -εί ✦ γίνομαι μαύρος, σκοτεινιάζω: μαυρολογάνε τα βουνά και σύγνεφα μεγάλα σκεπάζουνε τον ουρανό (Κ. Κρυστάλλης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–