μαυρολογώ


μαυρολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
μαυρολογώ μαύρος + λέγω

Ερμηνεία
ρήμα μαυρολογώ -είς, -εί

✦ γίνομαι μαύρος, σκοτεινιάζω: μαυρολογάνε τα βουνά και σύγνεφα μεγάλα σκεπάζουνε τον ουρανό (Κ. Κρυστάλλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.