μαυριδερός


μαυριδερός
Προφορά

Ετυμολογία
μαυριδερός επίθετο μαύρος + └ουσ┘ ειδή (= πρόσωπο) + κατάλ. -ερός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαυριδερός -ή, -ό

✦ μελαψός, μελαχρινός

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασπριδερός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.