μαυραγορίτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
μαυραγορίτισσα μαύρη αγορά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μαυραγορίτισσα
✦ θηλ. μαυραγορίτισσα αυτός που ενεργεί μαύρη αγορά, που πωλεί σε εξαιρετικά υψηλή τιμή εμπορεύματα που σπανίζουν ή είναι απαγορευμένα· η λ. ιδ. γι’ αυτούς που επιδίδονταν σε μαύρη αγορά κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–