μαυρίλα


μαυρίλα
Προφορά

Ετυμολογία
μαυρίλα μαύρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαυρίλα

✦ μελανότητα, μαύρο χρώμα
✦ σκοτεινιά: ανήσυχου ονείρου τρομάρα, μαυρίλα (Διον. Σολωμός)
✦ σκοτεινιά, συννέφιασμα: μαύρη μαυρίλα πλάκωσε (δημ. τραγ.)
✦ πένθος, συμφορά: γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασπρίλα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.