μαυρίζω


μαυρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μαυρίζω μεσαιωνική ελληνική μαυρίζω

Ερμηνεία
ρήμα μαυρίζω

✦ κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο, χρωματίζω με μελανό χρώμα
✦ σκοτεινιάζω: το βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει (Ι. Καρασούτσας)
(μτφ. ) καταψηφίζω
✦ (αμτβ.) γίνομαι ή φαίνομαι μαύρος
✦ φρ. μαύρισε το μάτι μου, απελπίστηκα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασπρίζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.