μαυλίζω


μαυλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μαυλίζω αρχαία ελληνική μαυλίζω

Ερμηνεία
ρήμα μαυλίζω

✦ προτρέπω γυναίκες στην πορνεία
✦ κράζω πουλιά με απομίμηση της φωνής τους
(μτφ. ) πλανεύω, παρασύρω, εξαπατώ: βρέθηκαν λοιπόν πολιτικοί αρχηγοί που μαύλιζαν τον προσφυγόκοσμο, ξανάβοντας τη νοσταλγία του (Στρ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα
μαστροπεύω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.