ματώνω


ματώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ματώνω αρχαία ελληνική αἱματῶ

Ερμηνεία
ρήμα ματώνω

✦ προκαλώ ροή αίματος: τον μάτωσε με τα νύχια της
(μτφ. ) τραυματίζω ψυχικά: φρ. μου μάτωσε την καρδιά με το φέρσιμό του
✦ (κ. αμτβ.) αιμορροώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.