ματσόλα


ματσόλα
Προφορά

Ετυμολογία
ματσόλα └λατιν┘ mateola

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ματσόλα

✦ ξύλινη δικέφαλη σφύρα: κάποιος χτυπούσε κάπου με ξυλένια ματσόλα ένα βαρέλι αδειανό (Στρ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.