ματσό


ματσό
Προφορά

Ετυμολογία
ματσό από συγκοπή της μτχ. ματσωμένος

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ ματσό

✦ για κάποιον που έχει πολλά χρήματα, εύπορος

Συνώνυμα
οικονομημένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.