ματσάκι
Προφορά
Ετυμολογία
ματσάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού μάτσο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ματσάκι
✦ μικρή δέσμη: ένα ματσάκι γαρίφαλα
✦ πρόχειρα οργανωμένο ματς: πήγαμε εκδρομή και δώσαμε ένα ματσάκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–