ματοβαμμένος
Προφορά
Ετυμολογία
ματοβαμμένος μτχ. του ρήματος αιματοβάφω
Ερμηνεία
ματοβαμμένος
✦ κ. ματοβαμμένος, -η, -ο επίθ. βαμμένος στο αίμα, καταματωμένος
✦ (μτφ. ) κακούργος
✦ (μτφ. ) ολοπόρφυρος, κατακόκκινος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–