ματιά


ματιά
Προφορά

Ετυμολογία
ματιά μάτι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ματιά

✦ η στροφή του ματιού προς ορισμένη κατεύθυνση, το βλέμμα: μου ‘ριξε μιαν άγρια ματιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.