ματεριαλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ματεριαλισμός └νεολατιν┘ materialismus
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ματεριαλισμός
✦ κοσμοθεωρία που δέχεται ως μοναδική ουσία των όντων την ύλη, ο υλισμός: η απάντηση από την πλευρά του ματεριαλισμού είναι γνωστή. Τα υλικά προβλήματα προσδιορίζουν και τα πνευματικά (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–