ματαιόσπουδος


ματαιόσπουδος
Προφορά

Ετυμολογία
ματαιόσπουδος μάταιος + σπουδή

Ερμηνεία
επίθετο┘ ματαιόσπουδος -η, -ο

✦ ο ασχολούμενος σοβαρά με πράγματα μάταια: σοφισταί και στιχοπλόκοι κι άλλοι ματαιόσπουδοι (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.