ματαιόδοξος


ματαιόδοξος
Προφορά

Ετυμολογία
ματαιόδοξος μάταιος + δόξα

Ερμηνεία
επίθετο┘ ματαιόδοξος -η, -ο

✦ ο επαιρόμενος για ασήμαντα πράγματα

Συνώνυμα
κενόδοξος, ματαιόφρων
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.