ματαιοπονώ
Προφορά
Ετυμολογία
ματαιοπονώ μεταγενέστερη ελληνική ματαιοπονῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ματαιοπονώ -είς, -εί
✦ άδικα κοπιάζω: χρόνια ματαιοπονούσα να δω το πρόσωπο του αδελφού μου, εκμαιεύοντάς το πίσω από κάθε ελληνικό πρόσωπο που συναντούσα (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–