ματίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ματίζω αμματίζω (= δένω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ματίζω
✦ επαυξάνω το μήκος σκοινιού προσδένοντας σ’ αυτό άλλο: μπαλώνουν τα χαλασμένα δίχτυα, ματίζουν τα σκοινιά, μερεμετίζουν τα σκισμένα πανιά (Στρ. Μυριβήλης)
✦ επαυξάνω το μήκος ξύλινης δοκού ή άλλου στερεού αντικειμένου με προσθήκη άλλου κομματιού: εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–