ματάκιας


ματάκιας
Προφορά

Ετυμολογία
ματάκιας μάτι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ματάκιας

✦ αυτός που κρυφοκοιτά, ηδονιζόμενος, το γυναικείο σώμα ή ερωτικές περιπτύξεις, μπανιστιρτζής

Συνώνυμα
ηδονοβλεψίας
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.