ματάκιας Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ματάκιαςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/ματάκιας.mp3Ετυμολογίαματάκιας μάτι Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο ματάκιας ✦ αυτός που κρυφοκοιτά, ηδονιζόμενος, το γυναικείο σώμα ή ερωτικές περιπτύξεις, μπανιστιρτζής ΣυνώνυμαηδονοβλεψίαςΑντίθετα–Επιρρήματα–