ματάκι
Προφορά
Ετυμολογία
ματάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού μάτι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ματάκι
✦ το μάτι: τι έχει το ματάκι του μωρού;
✦ κλείσιμο του ματιού με νόημα: μου έκανε ματάκι
✦ ματάκια μου, προσφώνηση που εκφράζει τρυφερότητα: δεν το ‘θελα, ματάκια μου, να σε πικράνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–