μασχαλιαίος


μασχαλιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
μασχαλιαίος μεταγενέστερη ελληνική μασχαλιαῖος

Ερμηνεία
μασχαλιαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) ο της μασχάλης: (βοταν.) μασχαλιαία άνθη, όσα εκφύονται από τη μασχάλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.