μασχάλη
Προφορά
Ετυμολογία
μασχάλη αρχαία ελληνική μασχάλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μασχάλη
✦ ανοιχτή κοιλότητα του σώματος κάτω από την άρθρωση του ώμου
✦ (βοταν.) η γωνία που σχηματίζεται από οποιονδήποτε άξονα του φυτού και από διακλάδωσή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–