μαστόρισσα
Προφορά
Ετυμολογία
μαστόρισσα μεσαιωνική ελληνική μάστορας
Ερμηνεία
μαστόρισσα
✦ αρχιτεχνίτης που διευθύνει εργάτες στην εργασία τους
✦ καθένας που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, τεχνίτης
✦ ο εξαιρετικά επιδέξιος σε οτιδήποτε
✦ χτίστης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ατζαμής
Επιρρήματα
–