μαστροπός
Προφορά
Ετυμολογία
μαστροπός αρχαία ελληνική μαστροπός• πιθανόν σύνθ. λ. με α΄ συνθετ. το μαστρός (= τίτλος οικονομικού υπαλλήλου)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η μαστροπός
✦ αυτός που προωθεί, εξωθεί γυναίκες στην πορνεία
Συνώνυμα
προαγωγός, ρουφιάνος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–