μαστραπάς
Προφορά
Ετυμολογία
μαστραπάς μεσαιωνική ελληνική μαστραπάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μαστραπάς
✦ πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για υγρά: έπαιρνε το γάλα απ’ την τσανάκα μ’ ένα μαστραπά και το μετάγγιζε σε μια λαγήνα (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–