μαστούρης


μαστούρης
Προφορά

Ετυμολογία
μαστούρης └τουρκ┘mastur

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαστούρης -α, -ικο

✦ ο ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικού, ιδ. χασίς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.