μαστοφόρος


μαστοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μαστοφόρος μαστός + φέρω

Ερμηνεία
μαστοφόρος

✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) (για ζώα) που έχει μαστούς
✦ πληθ. ουδ. μαστοφόρα ως ουσ., τα θηλαστικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.