μαστορικός


μαστορικός
Προφορά

Ετυμολογία
μαστορικός μάστορας

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαστορικός -ή, -ό

✦ ο χαρακτηριστικός του μάστορα
✦ ο κατασκευασμένος με μαστοριά
✦ πληθ. ουδ. τα μαστορικά ως ουσ., η αμοιβή του τεχνίτη

Συνώνυμα

Αντίθετα
μαστορικά
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.