μαστοπάθεια


μαστοπάθεια
Προφορά

Ετυμολογία
μαστοπάθεια μαστός + πάσχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαστοπάθεια

✦ γεν. ον. των παθολογικών καταστάσεων του μαστού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.