μαστοειδής
Προφορά
Ετυμολογία
μαστοειδής αρχαία ελληνική μαστοειδής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μαστοειδής -ής, -ές
✦ ο όμοιος με μαστό, που έχει το σχήμα μαστού
✦ μαστοειδής απόφυση, απόφυση στο κάτω και πίσω μέρος του κροταφικού οστού
✦ μαστοειδείς κυψέλες, κοιλότητες που περιέχονται στη μαστοειδή απόφυση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–