μαστιχοφόρος


μαστιχοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μαστιχοφόρος μαστίχα + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαστιχοφόρος -α, -ο

✦ που παράγει μαστίχα: φυτό μαστιχοφόρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.