μαστιγωτικός


μαστιγωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
μαστιγωτικός μεταγενέστερη ελληνική μαστιγωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαστιγωτικός -ή, -ό

✦ που έχει τον χαρακτήρα μαστίγωσης: η επίθεση των αρμοδίων είναι μαστιγωτική για τους υπεύθυνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.