μαστιγοφόρος


μαστιγοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μαστιγοφόρος μάστιξ + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαστιγοφόρος -α, -ο

✦ που φέρει μάστιγα, που κρατάει καμουτσί
✦ πληθ. ουδ. μαστιγοφόρα ως ουσ., πρωτόζωα ή πρωτόφυτα που φέρουν μαστίγιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.