μαστίχα
Προφορά
Ετυμολογία
μαστίχα μεταγενέστερη ελληνική μαστίχη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαστίχα
✦ αρωματική ρητινώδης ουσία που βγαίνει από τη φλούδα του μαστιχόδεντρου
✦ γλυκό ή ποτό που περιέχει την αρωματική αυτή ουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–