μαστίγωμα


μαστίγωμα
Προφορά

Ετυμολογία
μαστίγωμα μαστιγώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαστίγωμα

✦ χτύπημα με μαστίγιο
(μτφ. ) αυστηρός έλεγχος ιδ. ο δημόσιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.