μαρτυράω


μαρτυράω
Προφορά

Ετυμολογία
μαρτυράω αρχαία ελληνική μαρτυρέω-ῶ

Ερμηνεία
μαρτυράω

✦ -είς, -εί κ. μαρτυράω, -άς, -ά ρ. (μαρτύρ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) καταθέτω ως μάρτυρας σε δικαστική ή άλλη αρχή
✦ επιβεβαιώνω, ομολογώ, πιστοποιώ
✦ φανερώνω
✦ καταδίδω, καταγγέλλω
✦ (εκκλ.) υποβάλλομαι σε βασανισμούς για την πίστη μου
(μτφ. ) ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.