μαρσπιέ


μαρσπιέ
Προφορά

Ετυμολογία
μαρσπιέ └γαλλ┘ marchepied

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το μαρσπιέ

✦ μακρύ σκαλοπάτι στα πλαϊνά των περισσότερων παλαιών αυτοκινήτων για διευκόλυνση της εισόδου και εξόδου των επιβατών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.