μαρσίπιο


μαρσίπιο
Προφορά

Ετυμολογία
μαρσίπιο αρχαία ελληνική μαρσίπιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαρσίπιο

✦ βαλάντιο, πουγκί
✦ μικρός σάκος των στρατιωτών για τη φύλαξη ειδών καθαριότητας ή και τροφής
✦ ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δυο πλευρές της σέλας αλόγου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.