μαρσάρω


μαρσάρω
Προφορά

Ετυμολογία
μαρσάρω └γαλλ┘ marcher (= προχωρώ, βαδίζω)

Ερμηνεία
ρήμα μαρσάρω

✦ πατώ απότομα και δυνατά το γκάζι του αυτοκινήτου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.