μαροκινό
Προφορά
Ετυμολογία
μαροκινό └ουδ┘ του επιθέτου μαροκινός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μαροκινό
✦ είδος κατεργασμένου δέρματος που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία κατασκευής χαρτοφυλάκων, στη βιβλιοδεσία κτλ.
✦ είδος χαρτιού που μοιάζει με το δέρμα αυτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–