μαρμαρυγή
Προφορά
Ετυμολογία
μαρμαρυγή αρχαία ελληνική μαρμαρυγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μαρμαρυγή
✦ λάμψη, ακτινοβολία: σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή (Κ. Καρυωτάκης) |(ιατρ.) διαδοχή γρήγορων και ακανόνιστων συστολών των μυϊκών ινών του μυοκαρδίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–