μαρμαρογλύφος
Προφορά
Ετυμολογία
μαρμαρογλύφος μάρμαρον + γλύφω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μαρμαρογλύφος
✦ τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία του μαρμάρου
✦ γλύπτης ειδικός στην κατασκευή μαρμάρινων καλλιτεχνημάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–