μαρμάγκα


μαρμάγκα
Προφορά

Ετυμολογία
μαρμάγκα └αλβαν┘ merimage

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαρμάγκα

✦ είδος φαρμακερής αράχνης
✦ φρ. τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά

Συνώνυμα
σφαλάγγι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.