μαρκούτσι


μαρκούτσι
Προφορά

Ετυμολογία
μαρκούτσι └τουρκ┘marpuc

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μαρκούτσι

✦ η καπνοσύριγγα του ναργιλέ
✦ (κατ’ επέκτ.) μακρόστενο αντικείμενο
✦ εξάρτημα, μαραφέτι: ο καφετζής σηκώθηκε, ακούμπησε με προσοχή το μαρκούτσι στο λουλά (Στρ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.