μαρκετερί
Προφορά
Ετυμολογία
μαρκετερί └γαλλ┘ marqueterie
Ερμηνεία
μαρκετερί
✦ άκλ. ουσ. τεχνική της διακόσμησης επίπλων κατά την οποία λεπτά κομμάτια άλλου ξύλου, μετάλλου, ελεφαντοστού κτλ. δουλεύονται σε διάφορα σχήματα και επικολλούνται στην επίπεδη επιφάνεια των επίπλων
✦ αντικείμενο ή έργο τέχνης δουλεμένο με την τεχνική αυτή (η λ. κ. ως επίθ.): ανοιχτόχρωμα μαρκετερί έπιπλα (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–