μαρκαλίζω


μαρκαλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
μαρκαλίζω └αλβαν┘ marrkal (= παίρνω άλογο)

Ερμηνεία
μαρκαλίζω

✦ -άς, -ά κ. μαρκαλίζω ρ. (μαρκάλισα) (για τράγους και κριάρια) οχεύω, βατεύω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.