μαργαριταρένιος


μαργαριταρένιος
Προφορά

Ετυμολογία
μαργαριταρένιος μαργαριτάρι

Ερμηνεία
επίθετο┘ μαργαριταρένιος -ια, -ιο

✦ ο κατασκευασμένος από μαργαριτάρια ή στολισμένος με μαργαριτάρια: μαργαριταρένιο κολιέ
✦ που έχει το χρώμα και τη λάμψη του μαργαριταριού: και με μαργαριταρένιο χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.