μαραγκοσύνη


μαραγκοσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
μαραγκοσύνη μαραγκός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μαραγκοσύνη

✦ η τέχνη ή το επάγγελμα του μαραγκού, η ξυλουργική: ήτανε, τούτο το πατάρι, μια φίνα δουλειά μαραγκοσύνης, μαστορεμένο στο κυπαρισσόξυλο (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.